Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στην Πούντα βρέθηκε ένα κουτάβι. Ούτε το πρώτο, ούτε δυστυχώς το τελευταίο. Το κουτάβι μεγάλωνε μαζί με άλλα που βρίσκονται εκεί στην ίδια δύσκολη μοίρα, όμως κάτι δεν πήγαινε καλά, φαινόταν άρρωστο. Το πήγαμε στον κτηνίατρο κι έτσι μάθαμε πως είχε ασκήτη. Εξετάσεις, θεραπείες, πάντα στο δρόμο αφού χώρος φιλοξενίας δεν υπήρχε, κι η μικρή μια συνερχόταν μία ξανακυλούσε. Στο μεταξύ μεγάλωνε. Ήρθε το φετινό καλοκαίρι. Η έρημη σχεδόν Πούντα γέμισε κόσμο που ήρθε να χαρεί τις διακοπές του. Ανάμεσά τους κι ο Γιώργος με τη Μαρία. Είχαν κι αυτοί ένα σκυλάκι, κι έτσι δεν μπορούσαν να μην ταίζουν την μικρή όπως κάναν κι άλλοι παραθεριστές. Η μικρή έκανε μια ακόμα επίσκεψη στην κτηνίατρο και πλέον θα έπρεπε να τρώει μόνο συγκεκριμένη τροφή και να παίρνει αγωγή εφόρου ζωής για να μπορεί να ζει φυσιολογικά. Ένα κόστος μεγάλο, που η εθελόντρια που τη φρόντιζε δεν υπολόγισε προκειμένου να συνεχίσει η Μελένια να υπάρχει. Και το καλοκαίρι κύλησε κι έφτασε σχεδόν στο τέλος του, κι ο Γιώργος με τη Μαρία έπρεπε να γυρίσουν σπίτι τους. Στο διαμέρισμά τους, εκεί που ζούσαν με το σκυλάκι τους. Σηκώθηκαν λοιπόν, ετοιμάστηκαν και ο Γιώργος είπε στην Μαρία πολύ απλά και ήρεμα “Η Μελένια θα έρθει μαζί μας.”. Κι εκείνη του απάντησε επίσης ήρεμα κι απλά “Ναι”.
Κι έτσι ξαφνικά και απρόσμενα, από το πουθενά, η Μελένια βρήκε την οικογένειά της. Οι ίδιοι λένε πως είναι αυτή που τους βρήκε, κι ίσως είναι έτσι. Η Μελένια είναι ένα πλάσμα τόσο καλό που όποιος την γνωρίσει έστω και για λίγο δεν έχει άλλη επιλογή από το να την αγαπήσει.
Σε αυτή την ιστορία, οι πράξεις αγάπης είναι πολλές. Η υιοθεσία ενός ζώου που ζει στο δρόμο. Η υιοθεσία ενός ζώου άρρωστου, με σημαντικό κόστος. Νομίζω όμως πως αυτό που ξεπερνάει τα υπόλοιπα και μετατάσσει την πράξη από πράξη αγάπης σε πράξη μεγαλείου ψυχής είναι η απλότητά της. Χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς να το συζητήσουν ιδιαίτερα, να ρωτήσουν, να διαπραγματευθούν, απλά φεύγοντας πήραν μαζί τους τη Μελένια “γιατί δεν αντέχαμε τη σκέψη να μείνει μόνη της στο δρόμο σε αυτή την κατάσταση’.
Τόσο απλό, τόσο αυτονόητο, μια πράξη τόσο αναπόφευκτη όσο η αναπνοή.
Η Μελένια με τη ‘μαμά’ της, στην ασφάλεια του σπιτιού τους.
